Η τέχνη είναι όραμα που γίνεται ορατό.
Στο αποτέλεσμα τις φωτογραφίας οι ερευνητές χρειάστηκαν εκατοντάδων ετών παρατήρησης, μελέτης και έρευνας για να δημιουργήσουν τα εφόδια του μέσου και να καταστήσουν ορατό το όραμα..
Η ιστορία της φωτογραφίας αρχίζει περίπου 3.500 χρόνια πριν.
Το φώς και οι ιδιότητές του, ο σχηματισμός των χρωμάτων, η σχέση τους με το φως και την ύλη απασχόλησαν τους περισσότερους Έλληνες φιλόσοφους και μαθηματικούς στην αρχαία Ελλάδα. Ασχολήθηκαν με την όραση και το ορατό και υποστήριζαν ότι τα αντικείμενα γίνονται ορατά επειδή εκπέμπουν κάτι προς το μάτι μας.
Ο Εμπεδοκλής ο Ακραγαντίνος (495 – 435 πχ) στην θεωρεία του ‘Περί πόρων και απορροών’ εκφράζει την άποψη ότι από κάθε αντικείμενο εκπέμπονται ακτίνες (απορροές) τις οποίες λαμβάνουν οι πόροι που βρίσκονται μέσα στο μάτι.
Ο Δημόκριτος (460 – 370 πχ) στο σύγγραμμα με τίτλο ‘Ακτινογραφίη’ διατυπώνει την θεωρεία ότι το φως αποτελείτε από σωματίδια που εκπέμπονται με πολύ μεγάλη ταχύτητα από ένα αυτόφωτο σώμα. Ο όρος ‘ακτινογραφία σημαίνει την μελέτη της ακτινοβολίας με μαθηματικό τρόπο.
Ο Πλάτωνας (427 – 347 πχ) περιγράφει την μίξη των χρωμάτων και τα νέα χρώματα που δημιουργούνται.
Ο Επίκουρος (341 – 270 πχ) εκφράζει την διαπίστωση ότι ο χρωματισμός των αντικειμένων είναι διαφορετικός ανάλογα την ένταση του φωτός που τα φωτίζει.
Ο Ζήνωνας ο στωικός ή Κιτιεύς (334 – 262 πχ) δήλωνε ότι ‘τα χρώματα είναι οι πρώτοι σχηματισμοί της ύλης.
Στον Αριστοτέλη (Aristotle) (384 – 322 πχ) και την σχολή του αποδίδεται το βιβλίο ‘περί χρωμάτων’ στο οποίο αναφέρεται ο διαχωρισμός των χρωμάτων σε κύρια και συμπληρωματικά ενώ διατυπώνεται η αμφιβολία αν το μαύρο είναι χρώμα. Ο Αριστοτέλης (Aristotle) περίπου το 350 πχ στο βιβλίο του ‘Προβλήματα’ στο 15ο κεφάλαιο περιγράφει την δημιουργία ειδώλου από το φως όταν αυτό περνά σε ένα σκοτεινό θάλαμο από μία μικρή οπή. Είναι η πρώτη περιγραφή του σκοτεινού θαλάμου (camera obscura) με την οποία προτείνει την παρατήρηση της έκλειψης του ηλίου από την σελήνη.Συγκεκριμένα ο Αριστοτέλης αναφέρει ‘Γιατί κατά τις εκλείψεις ηλίου, αν κάποιος παρατηρεί το φαινόμενο μέσα από κόσκινο ή φύλλα, όπως επί παραδείγματι, φύλλα πλατάνου ή άλλου πλατύφυλλου δέντρου, ή αν σταυρώσει τα δάχτυλα του ενός χεριού με του άλλου, οι ακτίνες φαίνονται πάνω στο έδαφος μηνίσκοι; Ή μήπως επειδή, όπως ακριβώς αν πέφτει το φως μέσα από τετράγωνη οπή, παίρνει μορφή στρογγυλή και γίνεται κώνος. Αιτία είναι ότι σχηματίζονται δύο κατά κορυφή κώνοι, ένας από τον ήλιο προς την οπή και ένας από εκεί (οπή) προς το έδαφος. Όταν λοιπόν υπό αυτές τις συνθήκες, η ακτίνα από επάνω κοπεί σε κύκλο, θα δημιουργηθεί από την αντίθετη μεριά πάνω στο έδαφος μηνίσκος φωτός. Πράγματι οι οπτικές ακτίνες σχηματίζονται από κυκλικό τμήμα του μηνίσκου, και ότι σχηματίζεται με τα δάχτυλα ή τα κόσκινα λειτουργεί σαν τις οπές. Για τούτο το φαινόμενο φαίνεται καλύτερα (αν οι ακτίνες διέρχονται) από μικρές οπές. Δεν γίνεται όμως με το φως της σελήνης, ούτε κατά την έκλειψή της ούτε όταν γεμίζει ή αδειάζει, λόγω του ότι οι ακριανές ακτίνες δεν είναι καθαρές, και το φως φαίνεται στο μέσον. Ο μηνίσκος έχει μικρό μέσο.’
Ήδη από το 1500 πχ κατά την Νεοανακτορική Μινωική Περίοδο στην Ελλάδα χρησιμοποιούσαν τον κρύσταλλο και την ύαλο όπως αποκαλούσαν τις φυσικές διάφανες πέτρες που είχαν μεγεθυντικές και συγκεντρωτικές ιδιότητες. Παράδειγμα αποτελεί ο κυανός (kuanos), ή αζουρίτης (azurite ή caeruleum), ορυκτό που χρησιμοποιήθηκε για την διακόσμηση κτηρίων ή αντικειμένων.
Ο Θεόφραστος (Theophrastus) (372 – 287 πχ), μαθητής του Αριστοτέλη και διάδοχός του στην Περιπατική Σχολή, στο ‘περί λίθων’ αναφέρει δύο είδη κυανού, τον αυτοφυή δηλαδή φυσικό και τον σκευαστόν δηλαδή τεχνητή κυανή υαλόμαζα καθώς και πολύτιμες πληροφορίες για την επεξεργασία των λίθων.
Εύκολα καταλαβαίνουμε την εξέλιξη της υαλουργίας. Κατασκεύαζαν χρωματιστούς και αργότερα διάφανους ύαλους που τους χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν σκεύη και διακοσμητικούς λίθους.
Χρησιμοποιήθηκαν κομμάτια ορείας κρυστάλλου (ορεία κρύσταλλος – κρύσταλλος των ορέων – ορυκτό κρύσταλλο). Κρύσταλλο από το κρύο + στέλλομαι (συστέλλομαι).
Αρχικά χρησιμοποιήθηκε για τον πάγο (κρύο συστελλόμενο ύδωρ) και αργότερα για τον ορυκτό κρύσταλλο που είναι παραλλαγή του ορυκτού χαλαζία (Quartz) που βρίσκεται σε κρυσταλλοπαγείς σχιστόλιθους και γρανίτες. Για την κοπή τους χρησιμοποιούσαν συμπαγή σμύριδα ενώ για την λείανση και στίλβωσή τους, σμύριδα σε μορφή σκόνης. Έχει υαλώδη λάμψη, άχρωμη και χρησιμοποιείτε ακόμη και σήμερα ως ημιπολύτιμος λίθος καθώς και σε οπτικά συστήματα διαφόρων οργάνων.
Στην αρχαία Ελλάδα συνήθιζαν να δίνουν ονόματα στα αντικείμενα ανάλογα του σχήματός τους.
Έτσι καθώς το αμφίκυρτο σχήμα που έδιναν στον κρύσταλλο έμοιαζε με τον καρπό της φακής τον ονόμασαν ‘Φακό’.
Φακός είναι κάτι σε σχήμα φακής (lenticularis formae) και από τότε ονομάζεται ‘φακός’ (dictum itidem lenticula).
Ο φακός συναντάται έτσι για πρώτη φορά στον σπουδαίο Έλληνα , θεμελιωτή της ιατρικής, Ιπποκράτη (460 – 377 π.χ.), στο έργο του ‘Περί γυναικείης φύσιως’ (Περί γυναικείας φύσεως) όπου αναφέρει ‘φακοίς τοις οστρακίνοις’.
Η ονομασία ‘φακός’ διατηρήθηκε και αργότερα για το αμφίκυρτο κρύσταλλο που καλύπτει την οπή εισόδου του φωτός, συγκεντρώνει τις ακτίνες του και ταυτίζει το είδωλο πάνω σε ένα εκ των προτέρων συγκεκριμένο επίπεδο (εστιακό επίπεδο) εμφανίζοντάς το πιο καθαρό στον σκοτεινό θάλαμο.
Κατά την αρχαιότητα φακούς χρησιμοποιούσαν τόσο για τις μεγεθυντικές τους ιδιότητες (χάραξη, ύφανση, ανάγνωση και την πρεσβυωπία των ηλικιωμένων), όσο και για την ικανότητά τους να συγκεντρώνουν τις ακτίνες του ήλιου δημιουργώντας καύση ή δημιουργώντας φλόγα σε εύφλεκτα υλικά. Στην ιατρική καυτηρίαζαν πληγές για την αποφυγή μολύνσεων.
Ο Ευκλείδης (325 – 265 πχ), μαθηματικός που έζησε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου επί Πτολεμαίου του Α΄ εκτός των άλλων συγγραμμάτων του έγραψε και τα βιβλία ‘Οπτικά’ και ‘Κατοπτρικά’, όπου περιγράφει με γεωμετρικές κατασκευές τις βασικές αρχές της οπτικής. Πρώτος παρατήρησε ότι τα μάτια μας λόγο της μικρής απόστασης μεταξύ τους βλέπουν τα αντικείμενα από διαφορετική γωνία όρασης, άρα διαφορετικά. Γι’ αυτή του την παρατήρηση θεωρείται ο πατέρας της στερεοσκοπίας.
Ο Αρχιμήδης (Archimedes) (287 - 212) ασχολήθηκε και με προβλήματα οπτικής. Σύμφωνα με τον Θέωνα τον Αλεξανδρέα (335 – 405 πχ) ο Αρχιμήδης έγραψε βιβλίο με τίτλο ‘Κατοπτρικά’ ή ‘Περί κατόπτρων’ με θέμα τα οπτικά φαινόμενα που σχετίζονται με τα κοίλα και τα κυρτά κάτοπτρα. Έργο το οποίο δεν διασώθηκε. Επίσης στον ίδιο αποδίδεται το έργο ‘Περί πυρπολικού κατόπτρου’ που διασώθηκε σε Αραβική μετάφραση, αλλά πιθανόν να ανήκει στον Έλληνα μαθηματικό Απολλώνιο τον Περγαίο (260 – 200 πχ), που έζησε την ίδια εποχή με τον Αρχιμήδη.
Οι έρευνες του Αρχιμήδη για τα κοίλα κάτοπτρα πρέπει να βασίζονται στις σχετικές θεωρίες που είχε αναπτύξει ο Ευκλείδης έναν περίπου αιώνα πριν.
Τέλος θα ήθελα να αναφερθώ στον Πλάτωνα (427 – 347 πχ), στο εδάφιό του γνωστό ως ‘σπήλαιο του Πλάτωνα’ (Πολιτεία, Βιβλίο Ζ) που πιθανόν κάποιοι θα ήθελαν να το συνδέσουν με το θέατρο σκιών, τον φωτογραφικό θάλαμο ή τον κινηματογράφο.
Στην αρχή του βιβλίου Ζ υπάρχει εδάφιο που ταιριάζει με τις παραπάνω περιγραφές. Η γνώμη του γράφοντος είναι ότι συνεχίζοντας το διάβασμα αντιλαμβανόμαστε ότι χρησιμοποιεί μία παραβολή για να περιγράψει την άγνοια, την ημιμάθεια την γνώση και την ανθρώπινη αντίδραση.
Η περιγραφή του σπηλαίου τυχαίως ταιριάζει με το θέατρο σκιών, τον φωτογραφικό θάλαμο ή τον κινηματογράφο.
Στο αποτέλεσμα τις φωτογραφίας οι ερευνητές χρειάστηκαν εκατοντάδων ετών παρατήρησης, μελέτης και έρευνας για να δημιουργήσουν τα εφόδια του μέσου και να καταστήσουν ορατό το όραμα..
Η ιστορία της φωτογραφίας αρχίζει περίπου 3.500 χρόνια πριν.
Το φώς και οι ιδιότητές του, ο σχηματισμός των χρωμάτων, η σχέση τους με το φως και την ύλη απασχόλησαν τους περισσότερους Έλληνες φιλόσοφους και μαθηματικούς στην αρχαία Ελλάδα. Ασχολήθηκαν με την όραση και το ορατό και υποστήριζαν ότι τα αντικείμενα γίνονται ορατά επειδή εκπέμπουν κάτι προς το μάτι μας.
Ο Εμπεδοκλής ο Ακραγαντίνος (495 – 435 πχ) στην θεωρεία του ‘Περί πόρων και απορροών’ εκφράζει την άποψη ότι από κάθε αντικείμενο εκπέμπονται ακτίνες (απορροές) τις οποίες λαμβάνουν οι πόροι που βρίσκονται μέσα στο μάτι.
Ο Δημόκριτος (460 – 370 πχ) στο σύγγραμμα με τίτλο ‘Ακτινογραφίη’ διατυπώνει την θεωρεία ότι το φως αποτελείτε από σωματίδια που εκπέμπονται με πολύ μεγάλη ταχύτητα από ένα αυτόφωτο σώμα. Ο όρος ‘ακτινογραφία σημαίνει την μελέτη της ακτινοβολίας με μαθηματικό τρόπο.
Ο Πλάτωνας (427 – 347 πχ) περιγράφει την μίξη των χρωμάτων και τα νέα χρώματα που δημιουργούνται.
Ο Επίκουρος (341 – 270 πχ) εκφράζει την διαπίστωση ότι ο χρωματισμός των αντικειμένων είναι διαφορετικός ανάλογα την ένταση του φωτός που τα φωτίζει.
Ο Ζήνωνας ο στωικός ή Κιτιεύς (334 – 262 πχ) δήλωνε ότι ‘τα χρώματα είναι οι πρώτοι σχηματισμοί της ύλης.
Στον Αριστοτέλη (Aristotle) (384 – 322 πχ) και την σχολή του αποδίδεται το βιβλίο ‘περί χρωμάτων’ στο οποίο αναφέρεται ο διαχωρισμός των χρωμάτων σε κύρια και συμπληρωματικά ενώ διατυπώνεται η αμφιβολία αν το μαύρο είναι χρώμα. Ο Αριστοτέλης (Aristotle) περίπου το 350 πχ στο βιβλίο του ‘Προβλήματα’ στο 15ο κεφάλαιο περιγράφει την δημιουργία ειδώλου από το φως όταν αυτό περνά σε ένα σκοτεινό θάλαμο από μία μικρή οπή. Είναι η πρώτη περιγραφή του σκοτεινού θαλάμου (camera obscura) με την οποία προτείνει την παρατήρηση της έκλειψης του ηλίου από την σελήνη.Συγκεκριμένα ο Αριστοτέλης αναφέρει ‘Γιατί κατά τις εκλείψεις ηλίου, αν κάποιος παρατηρεί το φαινόμενο μέσα από κόσκινο ή φύλλα, όπως επί παραδείγματι, φύλλα πλατάνου ή άλλου πλατύφυλλου δέντρου, ή αν σταυρώσει τα δάχτυλα του ενός χεριού με του άλλου, οι ακτίνες φαίνονται πάνω στο έδαφος μηνίσκοι; Ή μήπως επειδή, όπως ακριβώς αν πέφτει το φως μέσα από τετράγωνη οπή, παίρνει μορφή στρογγυλή και γίνεται κώνος. Αιτία είναι ότι σχηματίζονται δύο κατά κορυφή κώνοι, ένας από τον ήλιο προς την οπή και ένας από εκεί (οπή) προς το έδαφος. Όταν λοιπόν υπό αυτές τις συνθήκες, η ακτίνα από επάνω κοπεί σε κύκλο, θα δημιουργηθεί από την αντίθετη μεριά πάνω στο έδαφος μηνίσκος φωτός. Πράγματι οι οπτικές ακτίνες σχηματίζονται από κυκλικό τμήμα του μηνίσκου, και ότι σχηματίζεται με τα δάχτυλα ή τα κόσκινα λειτουργεί σαν τις οπές. Για τούτο το φαινόμενο φαίνεται καλύτερα (αν οι ακτίνες διέρχονται) από μικρές οπές. Δεν γίνεται όμως με το φως της σελήνης, ούτε κατά την έκλειψή της ούτε όταν γεμίζει ή αδειάζει, λόγω του ότι οι ακριανές ακτίνες δεν είναι καθαρές, και το φως φαίνεται στο μέσον. Ο μηνίσκος έχει μικρό μέσο.’
Ήδη από το 1500 πχ κατά την Νεοανακτορική Μινωική Περίοδο στην Ελλάδα χρησιμοποιούσαν τον κρύσταλλο και την ύαλο όπως αποκαλούσαν τις φυσικές διάφανες πέτρες που είχαν μεγεθυντικές και συγκεντρωτικές ιδιότητες. Παράδειγμα αποτελεί ο κυανός (kuanos), ή αζουρίτης (azurite ή caeruleum), ορυκτό που χρησιμοποιήθηκε για την διακόσμηση κτηρίων ή αντικειμένων.
Ο Θεόφραστος (Theophrastus) (372 – 287 πχ), μαθητής του Αριστοτέλη και διάδοχός του στην Περιπατική Σχολή, στο ‘περί λίθων’ αναφέρει δύο είδη κυανού, τον αυτοφυή δηλαδή φυσικό και τον σκευαστόν δηλαδή τεχνητή κυανή υαλόμαζα καθώς και πολύτιμες πληροφορίες για την επεξεργασία των λίθων.
Εύκολα καταλαβαίνουμε την εξέλιξη της υαλουργίας. Κατασκεύαζαν χρωματιστούς και αργότερα διάφανους ύαλους που τους χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν σκεύη και διακοσμητικούς λίθους.
Χρησιμοποιήθηκαν κομμάτια ορείας κρυστάλλου (ορεία κρύσταλλος – κρύσταλλος των ορέων – ορυκτό κρύσταλλο). Κρύσταλλο από το κρύο + στέλλομαι (συστέλλομαι).
Αρχικά χρησιμοποιήθηκε για τον πάγο (κρύο συστελλόμενο ύδωρ) και αργότερα για τον ορυκτό κρύσταλλο που είναι παραλλαγή του ορυκτού χαλαζία (Quartz) που βρίσκεται σε κρυσταλλοπαγείς σχιστόλιθους και γρανίτες. Για την κοπή τους χρησιμοποιούσαν συμπαγή σμύριδα ενώ για την λείανση και στίλβωσή τους, σμύριδα σε μορφή σκόνης. Έχει υαλώδη λάμψη, άχρωμη και χρησιμοποιείτε ακόμη και σήμερα ως ημιπολύτιμος λίθος καθώς και σε οπτικά συστήματα διαφόρων οργάνων.
Στην αρχαία Ελλάδα συνήθιζαν να δίνουν ονόματα στα αντικείμενα ανάλογα του σχήματός τους.
Έτσι καθώς το αμφίκυρτο σχήμα που έδιναν στον κρύσταλλο έμοιαζε με τον καρπό της φακής τον ονόμασαν ‘Φακό’.
Φακός είναι κάτι σε σχήμα φακής (lenticularis formae) και από τότε ονομάζεται ‘φακός’ (dictum itidem lenticula).
Ο φακός συναντάται έτσι για πρώτη φορά στον σπουδαίο Έλληνα , θεμελιωτή της ιατρικής, Ιπποκράτη (460 – 377 π.χ.), στο έργο του ‘Περί γυναικείης φύσιως’ (Περί γυναικείας φύσεως) όπου αναφέρει ‘φακοίς τοις οστρακίνοις’.
Η ονομασία ‘φακός’ διατηρήθηκε και αργότερα για το αμφίκυρτο κρύσταλλο που καλύπτει την οπή εισόδου του φωτός, συγκεντρώνει τις ακτίνες του και ταυτίζει το είδωλο πάνω σε ένα εκ των προτέρων συγκεκριμένο επίπεδο (εστιακό επίπεδο) εμφανίζοντάς το πιο καθαρό στον σκοτεινό θάλαμο.
Κατά την αρχαιότητα φακούς χρησιμοποιούσαν τόσο για τις μεγεθυντικές τους ιδιότητες (χάραξη, ύφανση, ανάγνωση και την πρεσβυωπία των ηλικιωμένων), όσο και για την ικανότητά τους να συγκεντρώνουν τις ακτίνες του ήλιου δημιουργώντας καύση ή δημιουργώντας φλόγα σε εύφλεκτα υλικά. Στην ιατρική καυτηρίαζαν πληγές για την αποφυγή μολύνσεων.
Ο Ευκλείδης (325 – 265 πχ), μαθηματικός που έζησε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου επί Πτολεμαίου του Α΄ εκτός των άλλων συγγραμμάτων του έγραψε και τα βιβλία ‘Οπτικά’ και ‘Κατοπτρικά’, όπου περιγράφει με γεωμετρικές κατασκευές τις βασικές αρχές της οπτικής. Πρώτος παρατήρησε ότι τα μάτια μας λόγο της μικρής απόστασης μεταξύ τους βλέπουν τα αντικείμενα από διαφορετική γωνία όρασης, άρα διαφορετικά. Γι’ αυτή του την παρατήρηση θεωρείται ο πατέρας της στερεοσκοπίας.
Ο Αρχιμήδης (Archimedes) (287 - 212) ασχολήθηκε και με προβλήματα οπτικής. Σύμφωνα με τον Θέωνα τον Αλεξανδρέα (335 – 405 πχ) ο Αρχιμήδης έγραψε βιβλίο με τίτλο ‘Κατοπτρικά’ ή ‘Περί κατόπτρων’ με θέμα τα οπτικά φαινόμενα που σχετίζονται με τα κοίλα και τα κυρτά κάτοπτρα. Έργο το οποίο δεν διασώθηκε. Επίσης στον ίδιο αποδίδεται το έργο ‘Περί πυρπολικού κατόπτρου’ που διασώθηκε σε Αραβική μετάφραση, αλλά πιθανόν να ανήκει στον Έλληνα μαθηματικό Απολλώνιο τον Περγαίο (260 – 200 πχ), που έζησε την ίδια εποχή με τον Αρχιμήδη.
Οι έρευνες του Αρχιμήδη για τα κοίλα κάτοπτρα πρέπει να βασίζονται στις σχετικές θεωρίες που είχε αναπτύξει ο Ευκλείδης έναν περίπου αιώνα πριν.
Τέλος θα ήθελα να αναφερθώ στον Πλάτωνα (427 – 347 πχ), στο εδάφιό του γνωστό ως ‘σπήλαιο του Πλάτωνα’ (Πολιτεία, Βιβλίο Ζ) που πιθανόν κάποιοι θα ήθελαν να το συνδέσουν με το θέατρο σκιών, τον φωτογραφικό θάλαμο ή τον κινηματογράφο.
Στην αρχή του βιβλίου Ζ υπάρχει εδάφιο που ταιριάζει με τις παραπάνω περιγραφές. Η γνώμη του γράφοντος είναι ότι συνεχίζοντας το διάβασμα αντιλαμβανόμαστε ότι χρησιμοποιεί μία παραβολή για να περιγράψει την άγνοια, την ημιμάθεια την γνώση και την ανθρώπινη αντίδραση.
Η περιγραφή του σπηλαίου τυχαίως ταιριάζει με το θέατρο σκιών, τον φωτογραφικό θάλαμο ή τον κινηματογράφο.
Mimis Nena